έκλαυσα
Смотреть что такое "έκλαυσα" в других словарях:
ἔκλαυσα — κλαίω cry aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκλαυσ' — ἔκλαυσα , κλαίω cry aor ind act 1st sg ἔκλαυσε , κλαίω cry aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκλαυτος — η, ο (Α ἄκλαυτος, ον) και άκλαυστος 1. αυτός τον οποίο δεν έχουν κλάψει, ο αθρήνητος «τόν έθαψαν άκλαυτο» «νέκυς ἄκλαυτος ἄθαπτος Πάτροκλος» Όμ. 2. εκείνος που δεν κλαίει ή δεν θρηνεί «άκλαυτο παιδί» αρχ. «οὐδὲ σὲ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι» Όμ.… … Dictionary of Greek
αείκλαυστος — η, ο (AM ἀείκλαυτος ον) ο αιώνια θρηνούμενος μσν. νεοελλ. ο άξιος να θρηνείται αιώνια, αλησμόνητος, αξέχαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + κλαυστὸς < θ. κλαυσ (πρβλ. ἔκλαυσα) του κλαίω] … Dictionary of Greek
κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… … Dictionary of Greek
klau- — klau English meaning: to weep Deutsche Übersetzung: “weinen” Note: only Gk. and Alb. Material: Gk. κλαίω (Ion.), κλάω (Att.) “cry, weep” (*κλαF ι̯ω : κλαύσομαι, ἔκλαυσα, κλαυτός and κλαυστός): Alb. klanj, kanj “cry, weep”… … Proto-Indo-European etymological dictionary